- παρωθώ
- παρωθῶ, -έω ΝΜΑ [ωθώ]1. ωθώ κάτι από τα πλάγια προς ορισμένη διεύθυνση2. παρακινώ, παροτρύνωαρχ.-μσν.σπρώχνω μακριά μου, περιφρονώμσν.υπερτερώ, υπερβάλλωαρχ.1. παρασύρω2. εκδιώκω3. παραγκωνίζω4. αδιαφορώ για κάτι, δεν τό υπολογίζω5. αντικαθιστώ6. αχρηστεύω7. αναβάλλω.
Dictionary of Greek. 2013.