παρωθώ

παρωθώ
παρωθῶ, -έω ΝΜΑ [ωθώ]
1. ωθώ κάτι από τα πλάγια προς ορισμένη διεύθυνση
2. παρακινώ, παροτρύνω
αρχ.-μσν.
σπρώχνω μακριά μου, περιφρονώ
μσν.
υπερτερώ, υπερβάλλω
αρχ.
1. παρασύρω
2. εκδιώκω
3. παραγκωνίζω
4. αδιαφορώ για κάτι, δεν τό υπολογίζω
5. αντικαθιστώ
6. αχρηστεύω
7. αναβάλλω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παρ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση παρά. Απαντά και με τη μορφή παραι σε συνθ. τής Αρχαίας Ελληνικής (πρβλ. παραι βάτης). Το παρ(α) συντίθεται με ρήματα, ονόματα και επιρρήματα και εμφανίζει… …   Dictionary of Greek

  • παρασεύω — Α 1. αναγκάζω κάποιον να τρέξει πέρα από κάτι, παρωθώ 2. παθ. παρασεύομαι περνώ βιαστικά, ορμητικά, φεύγω πέρα από κάποιο σημείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + σεύω / σεύομαι «ορμώ»] …   Dictionary of Greek

  • παρώθηση — η [παρωθώ] 1. η ώθηση προς τα μπρος 2. παρότρυνση, παρακίνηση …   Dictionary of Greek

  • υποπαρωθώ — έω, Α απωθώ κάτι με ήρεμο τρόπο ή κρυφά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + παρωθῶ «ωθώ από τα πλάγια»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”